κωπηλάτης

κωπηλάτης
ο (AM κωπηλάτης, Μ και κωπελάτης)
αυτός που χειρίζεται τα κουπιά, ερέτης («ὡς κωπηλάτης πρότερον, δεύτερον ὡς πλωρήτης», Πρόδρ.)
νεοελλ.
στον πληθ. ζωολ. οι κωπηλάτες
ομοταξία χιτωνοζώων
αρχ.
φρ. («κωπηλάτης πολύπους» — είδος πολύποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ-ηλάτης, ιχν-ηλάτης. Το -η-λόγω τού νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κωπηλάτης — rower masc nom sg κωπηλατέω pull an oar imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλάτης — ο αυτός που τραβάει κουπί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωπηλάται — κωπηλάτης rower masc nom/voc pl κωπηλάτᾱͅ , κωπηλάτης rower masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλατῶν — κωπηλάτης rower masc gen pl κωπηλατέω pull an oar pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλάταις — κωπηλάτης rower masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλάτην — κωπηλάτης rower masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • επίκωπος — ο (Α ἐπίκωπος, ον) [κώπη] ο κωπηλάτης που ρυθμίζει την κωπηλασία, ο τελευταίος προς την πρύμνη αρχ. 1. κωπηλάτης 2. (για σκάφος) ο εφοδιασμένος με κουπιά 3. (για ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αυτός που εκτείνεται ώς τη λαβή 4. το θηλ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… …   Dictionary of Greek

  • ζυγίτης — ο (Α ζυγίτης) νεοελλ. ο κωπηλάτης που κάθεται στον ζυγό τής βάρκας αρχ. ο ερέτης, ο κωπηλάτης που καθόταν στη μεσαία από τις τρεις έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν. Άλλος τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”